- λιπόσαρκον
- λιπόσαρκοςleanmasc/fem acc sgλιπόσαρκοςleanneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιπόσαρκος — η, ο (AM λιπόσαρκος, ον) αυτός που έχει λίγες σάρκες, ισχνός, αδύνατος μσν. (για πληγή) αυτή που αφήνει οπή, ουλή αρχ. φρ. «σκῆνος λιπόσαρκον» σκελετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός)] … Dictionary of Greek